Κατά την σύνοδο της Βουλής των Κοινοτήτων στις 7 Ιουνίου 1816 ο βουλευτής Hugh Hammerslay κάνει την πρώτη καταγεγραμμένη πρόταση για την επιστροφή των μαρμάρων. Πρότεινε μάλιστα να φυλαχθούν προσεκτικά στο Βρετανικό Μουσείο -μέχρι να ζητηθούν από τους τωρινούς ή τους οποιουσδήποτε κυρίους της πόλης των Αθηνών.
Τα μάρμαρα απετέλεσαν πάλι αντικείμενο διαμάχης σε μια ανταλλαγή απόψεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες το 1890-91 στο περιοδικό του Λονδίνου Nineteenth Century. Στη συζήτηση έλαβε μέρος και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, γράφοντας ότι "η τιμιότης είναι η καλλιτέρα πολιτική και τιμιότης εις την περίπτωση των Ελγινείων Μαρμάρων σημαίνει απόδοσις".
Το θέμα επανήλθε το 1924, όταν ο Harold Nicolson, της Υπηρεσίας Μέσης Ανατολής του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, πρότεινε στην επέτειο της εκατονταετηρίδας από τον θάνατο του Byron στο Μεσολόγγι (19 Απριλίου 1824) να επιστραφεί η μία Καρυάτιδα του Ερεχθείου, την οποία είχε μεταφέρει ο Έλγιν στην Αγγλία.
Τη δεκαετία του 1960 ο Colin Mclnnes με την εκτενή αρθρογραφία του επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Πρότεινε μάλιστα να γίνει η αρχή με την επιστροφή της Καρυάτιδας και του κίονα από το Ερεχθείο.
Το 1938, κατά τη διάρκεια του καθαρισμού τους, τα μάρμαρα υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές, μετά την λείανσή τους με μεταλλικές βούρτσες!
Η επανόρθωση μάλιστα της ζημιάς επιτεύχθηκε με τη χρήση ενός είδους κεριού αναμεμιγμένου με τέιον, για να δοθεί στα μάρμαρα απόχρωση "λευκού ιριδισμού" όμοια με την αρχική τους την οποία έχει κάθε σπασμένη επιφάνεια λευκού μαρμάρου. Τμήματα μάλιστα των γλυπτών ίσως να σμιλεύτηκαν εκ νέου.
Οι λεπτομέρειες του δεύτερου αυτού βανδαλισμού βρίσκονται ακόμα επτασφράγιστες στα βρετανικά απόρρητα μυστικά έγγραφα και στα ημερολόγια συντήρησης του Βρετανικού Μουσείου, επιτείνοντας, 60 χρόνια αργότερα, την ένοχη σιωπή και την αμηχανία των "υπευθύνων" φορέων του Βρετανικού Μουσείου και του Κοινοβουλίου.
(Απόσπασμα από "Λεηλασίες αρχαιοτήτων")
Μ' άλαλο θυμό και πόνο μια αυτά πού' κλεψαν θαμάζει,
Μια σιχαίνεται τον κλέφτη σύψυχα κι ανατριχιάζει
Ω! που ζώντας και που σκόνη, δίχως σχώριο να γροικήση,
Ν' ακλουθιέται η αχορτασιά του η ιερόσυλη με μίση,
Και η εκδίκηση ως τον τάφο και πιο πέρα, το όνομά του
Να το κυνηγά, στο πλάγι του μωρόδοξου Ηροστράτου,
Και σε φύλλα λεκιασμένα και γραμμές που καίνε ας γίνη
Ατελείωτα να στράφτουν εμπρηστές ναών κι Ελγίνοι,
Καταδικασμένοι αιώνια στο ίδιο ανάθεμα κι οι δυο τους,
Που ίσως στο στερνό θε να' βρης και τον πιο χειρότερό τους,
Έτσι ας στέκουν, να τους βλέπουν τα μελλούμενα τα χρόνια,
Άγαλμα άσειστο, με βάση μοναχή, την καταφρόνια.
(Lord Byron, Η Κατάρα της Αθηνάς, μτφρ. Στ. Μύρτας)
Ευχαριστώ την Ευαγγελία για το κείμενο και τις φωτό.