'Ηρθαν οι πρώτες βροχές. 'Αλογα μουσκεμένα Στέκονται κάτω απ' τα δέντρα με μισόκλειστα μάτια
Κάνοντας πώς μασάνε λίγο ξερό χορτάρι Μέσα στη φθινοπωρινή τους ένοια. Η Μαρία Θά 'θελε να χτενίσει με τη χτένα της τη βρεγμένη τους χαίτη. Αλλά Οι τελευταίοι παραθεριστές έφευγαν κιόλας. Μια κότα Λίγο πιο κει κακάριζε ανάρμοστα. Κι ήταν μια λύπη Να βλέπεις πλήθος τα σπουργίτια πεινασμένα να χαμοπετάνε Στα τρυγημένα αμπέλια, να βλέπεις και τα σύννεφα Ν' αλλάζουν, να σκίζονται, να τρέχουν παρ' ότι Καρφωμένα εδώ κι εκεί με μαύρες πρόκες από κοράκια. Έτσι, μέσα σε λίγες ώρες, γέρασε η Μαρία.