Προσπαθώντας να ρίξουμε λίγη "χρυσόσκονη στα γένια" του μεγάλου έλληνα ποιητή Νίκου Καβαδία , του αρμενιστή φιλόσοφου, του ανήσυχου μαρκονιστή, αναδημοσιεύουμε ένα μικρό αφιέρωμα για το έγο του...
Χρονολόγιο
1910
Γεννιέται στις 11 Ιανουαρίου στο παραποτάμιο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας, ο Νίκος (Κόλιας) Καββαδίας, δευτερότοκος γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδελφή (Ευγενία-Τζένια) και δυο μικρότερους αδερφούς (Δημήτρη-Μίκια και Αργύρη). Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών, με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
1914
Εξαιτίας της επανάστασης στο Σετσουάν, η οικογένεια Καββαδία εγκαταλείπει την χώρα και με τον υπερσιβηρικό φτάνει μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί στο Αργοστόλι. Περνώντας από την Αθήνα θα καταλύσουν στο ξενοδοχείο «Διάνα» και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά θα παρακολουθήσουν για πρώτη φορά θέατρο, τα Παναθήναια με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Στο Αργοστόλι θα γραφτούν στο νηπιαγωγείο της σχολής Ελένης Μαζαράκη «Παρθεναγωγείον αι Μούσαι».
Ο πατέρας επιστρέφει στη Ρωσία, τα ίχνη του χάνονται λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται αλλά τελικά διαφεύγει ακολουθώντας τα υπολείμματα του αντιμπολσεβίκου στρατηγού Βράνκελ. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920 οικονομικά κατεστραμμένος και ψυχικά απροσάρμοστος. Αργότερα θα ανοίξει συνεταιρικά ένα μικρό εμπορικό κατάστημα στο Πασαλιμάνι, όπου συγκεντρώνονταν ρώσοι εμιγκρέδες: «Ο πατέρας μου... ο λαθρέμπορος του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίχτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα...», θα γράψει στη Βάρδια.
1921
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει τον Μάρτιο στον Πειραιά, αρχικά στην οδό Φραγκιαδών (Φρεαττύδα) κι έπειτα στην οδό Βούλγαρη 118 (Πασαλιμάνι), όπου ο Νίκος θα τελειώσει το δημοτικό στη σχολή Saint Paul με συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον π. Γιώργη Πηρουνάκη, και το Γυμνάσιο στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Μπάρδη. Στο γυμνάσιο συμμαθητής του ήταν και ο γιος του Παύλου Νιρβάνα, Κώστας Αποστολίδης, ο οποίος θα τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του που θα του συμπεριφερθεί σαν ισότιμος φίλος και θα τον ενθαρρύνει στα πρώτα του βήματα. Κατ? αναλογία προς το ψευδώνυμο του Νιρβάνα θα υιοθετήσει αργότερα και ο ίδιος το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας. Στα μαθητικά του χρόνια ασκείται στην πυγμαχία στο παλιό Γυμναστήριο του Πειραιά, που βρισκόταν απέναντι απ? το μπακάλικο του πατέρα του, με τον πρωταθλητή Νίκο Μενεξή.
1922
Εκδίδει το μαθητικό τετρασέλιδο φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος (τρία τεύχη), με έμμετρα κείμενα γραμμένα από τον ίδιο. Συνεργάζεται με τη Διάπλαση των παίδων χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής».
1927
Δημοσιεύει τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας, ψευδώνυμο που θα κρατήσει ώς το 1930.
1928
Τελειώνει το γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις για την Ιατρική Σχολή. Την ίδια χρονιά, όμως, ο πατέρας του αρρωσταίνει βαριά, γεγονός που τον υποχρεώνει ν? αναλάβει τις οικονομικές ευθύνες της οικογένειας. Θα εργαστεί στο ναυτικό γραφείο Ζωγράφου που πρακτόρευε και τα βαπόρια των θείων του Γιαννουλάτων, αδελφών της μητέρας του, συνεχίζοντας, παράλληλα με τις «αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία», τη συνεργασία του με λογοτεχνικά περιοδικά. Γνωρίζεται με τους πνευματικούς ανθρώπους του Πειραιά και δημοσιεύει συνεργασίες στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, στον Διανοούμενο, στον Ρυθμό και στην εφημερίδα Πειραϊκό Βήμα.
1929
Τον Οκτώβριο πεθαίνει ο πατέρας του. Μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος»: «Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους, εσύ το ίδιο. Εμένα μ? άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φιλότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδελφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ʼδινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του τα ʼπα. Να γίνεις μαρκονιστής, μου ʼπε. Απο να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο. Έπινα... καταλαβαίνεις...» (Βάρδια).
Προσπαθώντας να ρίξουμε λίγη "χρυσόσκονη στα γένια" του μεγάλου έλληνα ποιητή Νίκου Καβαδία , του αρμενιστή φιλόσοφου, του ανήσυχου μαρκονιστή, αναδημοσιεύουμε ένα μικρό αφιέρωμα για το έγο του...
Χρονολόγιο
1910
Γεννιέται στις 11 Ιανουαρίου στο παραποτάμιο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας, ο Νίκος (Κόλιας) Καββαδίας, δευτερότοκος γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδελφή (Ευγενία-Τζένια) και δυο μικρότερους αδερφούς (Δημήτρη-Μίκια και Αργύρη). Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών, με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
1914
Εξαιτίας της επανάστασης στο Σετσουάν, η οικογένεια Καββαδία εγκαταλείπει την χώρα και με τον υπερσιβηρικό φτάνει μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί στο Αργοστόλι. Περνώντας από την Αθήνα θα καταλύσουν στο ξενοδοχείο «Διάνα» και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά θα παρακολουθήσουν για πρώτη φορά θέατρο, τα Παναθήναια με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Στο Αργοστόλι θα γραφτούν στο νηπιαγωγείο της σχολής Ελένης Μαζαράκη «Παρθεναγωγείον αι Μούσαι».
Ο πατέρας επιστρέφει στη Ρωσία, τα ίχνη του χάνονται λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται αλλά τελικά διαφεύγει ακολουθώντας τα υπολείμματα του αντιμπολσεβίκου στρατηγού Βράνκελ. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920 οικονομικά κατεστραμμένος και ψυχικά απροσάρμοστος. Αργότερα θα ανοίξει συνεταιρικά ένα μικρό εμπορικό κατάστημα στο Πασαλιμάνι, όπου συγκεντρώνονταν ρώσοι εμιγκρέδες: «Ο πατέρας μου... ο λαθρέμπορος του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίχτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα...», θα γράψει στη Βάρδια.
1921
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει τον Μάρτιο στον Πειραιά, αρχικά στην οδό Φραγκιαδών (Φρεαττύδα) κι έπειτα στην οδό Βούλγαρη 118 (Πασαλιμάνι), όπου ο Νίκος θα τελειώσει το δημοτικό στη σχολή Saint Paul με συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον π. Γιώργη Πηρουνάκη, και το Γυμνάσιο στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Μπάρδη. Στο γυμνάσιο συμμαθητής του ήταν και ο γιος του Παύλου Νιρβάνα, Κώστας Αποστολίδης, ο οποίος θα τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του που θα του συμπεριφερθεί σαν ισότιμος φίλος και θα τον ενθαρρύνει στα πρώτα του βήματα. Κατ? αναλογία προς το ψευδώνυμο του Νιρβάνα θα υιοθετήσει αργότερα και ο ίδιος το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας. Στα μαθητικά του χρόνια ασκείται στην πυγμαχία στο παλιό Γυμναστήριο του Πειραιά, που βρισκόταν απέναντι απ? το μπακάλικο του πατέρα του, με τον πρωταθλητή Νίκο Μενεξή.
1922
Εκδίδει το μαθητικό τετρασέλιδο φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος (τρία τεύχη), με έμμετρα κείμενα γραμμένα από τον ίδιο. Συνεργάζεται με τη Διάπλαση των παίδων χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής».
1927
Δημοσιεύει τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας, ψευδώνυμο που θα κρατήσει ώς το 1930.
1928
Τελειώνει το γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις για την Ιατρική Σχολή. Την ίδια χρονιά, όμως, ο πατέρας του αρρωσταίνει βαριά, γεγονός που τον υποχρεώνει ν? αναλάβει τις οικονομικές ευθύνες της οικογένειας. Θα εργαστεί στο ναυτικό γραφείο Ζωγράφου που πρακτόρευε και τα βαπόρια των θείων του Γιαννουλάτων, αδελφών της μητέρας του, συνεχίζοντας, παράλληλα με τις «αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία», τη συνεργασία του με λογοτεχνικά περιοδικά. Γνωρίζεται με τους πνευματικούς ανθρώπους του Πειραιά και δημοσιεύει συνεργασίες στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, στον Διανοούμενο, στον Ρυθμό και στην εφημερίδα Πειραϊκό Βήμα.
1929
Τον Οκτώβριο πεθαίνει ο πατέρας του. Μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος»: «Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους, εσύ το ίδιο. Εμένα μ? άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φιλότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδελφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ʼδινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του τα ʼπα. Να γίνεις μαρκονιστής, μου ʼπε. Απο να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο. Έπινα... καταλαβαίνεις...» (Βάρδια).
Απ? τη χρονιά αυτή ξεκινάει μια περίοδος διαρκών ταξιδιών ώς το 1936. Ο κόσμος της θάλασσας γίνεται η κύρια πηγή έμπνευσής του. Ταξιδεύει με το ατμόπλοιο «Πολικός» και στη συνέχεια με τα φορτηγά «Νίκη» (1931), «Ιόνιον» (1934), «Αντζουλέτα» (1934) και «Χαράλαμπος» (1936).
1932
Δημοσιεύεται το πρώτο πεζογράφημά του, «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» στο Πειραϊκόν Βήμα (φύλλα 1 και 2, στις 31 Ιανουαρίου και 7 Φεβρουαρίου αντίστοιχα), κείμενο τεχνικά άρτιο, στο οποίο εντοπίζονται πολλά βασικά θέματα της κατοπινής μυθολογίας του Καββαδία.
1933
Η οικογένεια Καββαδία εγκαθίσταται στην Αθήνα, σε μια διώροφη κατοικία στην οδό Κιμώλου 18 (Κυψέλη). Εκδίδεται σε 245 αντίτυπα από τις εκδόσεις «Κύκλος» η ποιητική συλλογή Μαραμπού, με εισαγωγικό σημείωμα του ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ. Η θετική παρουσίασή της στην πρώτη σελίδα της Πρωίας (15/12/1933) από τον δύσκολο στους επαίνους Φώτο Πολίτη θα κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «Ο νέος αυτός ποιητής έχει πραγματικήν ανθρωπιά μέσα του. Και ξέρει να μεταδίδει και σ? εμάς τις συγκινήσεις του. Μπορεί να εξελιχτεί ποιητικά, μπορεί να δώσει κι άλλη τροπή στο πνεύμα του. Αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει η παρατήρησή του, η λαχτάρα του για γνώση και ευρύτερη ζωή. Τέτοιοι νέοι είναι τα πρώτα θεμέλια ενός πολιτισμού μελλοντικού, που θ? ανανεώσει τις ηθικές ανθρώπινες αξίες», θα γράψει μεταξύ άλλων. Η κριτική (Ν. Καλαμάρης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Άλκης Θρύλος, Κλ. Παράσχος, Γ. Κοτζιούλας, κ.ά.) θα επισημάνει το νεαρό της ηλικίας του ποιητή, την ιδιότυπη θεματική του και τον αγνό ανθρωπισμό που κρύβει κάτω από μια φαινομενική κυνικότητα. Χαρακτηριστική η αποστροφή του Ν. Καλαμάρη: «Τα ποιήματα της συλλογής Μαραμπού είναι τα μόνα φετινά ποιήματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Δεν τα θεωρώ τέλεια ποιήματα, κάθε άλλο, πρέπει όμως να έχουμε υπ? όψη μας πως αυτός που τα ʼγραψε είναι μόλις είκοσι χρονών» (Νέοι Πρωτοπόροι, τχ. 8-9/1933, σ. 279).
1938
Ως προστάτης οικογένειας, δεν υπηρετεί κανονική στρατιωτική θητεία αλλά καλείται για στρατιωτική εκπαίδευση δύο μηνών στην Ξάνθη.
1939
Καταλαβαίνοντας ότι λόγω των συνεχών περιπλανήσεών του δεν μπορεί να πραγματοποιήσει το αρχικό του όνειρο να γίνει πλοίαρχος, επιλέγει τη συντομότερη λύση: παίρνει δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή Β΄τάξεως, ειδικότητα με την οποία θα ναυτολογείται σε όλα του τα ταξίδια μετά το 1945. Η οικογένειά του μετακομίζει στην οδό Αγίου Μελετίου 10, όπου θα συγκατοικήσουν όλοι για 23 χρόνια.
1940-1945
Στρατεύεται και πολεμάει στην Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Συνεργάζεται με το περιοδικό Η λόγχη που κυκλοφορούσαν οι συμπολεμιστές του στο χωριό Κούδεσι. Οι πολεμικές του εμπειρίες θα μεταφερθούν στα μικρά αφηγήματα «Στο άλογό μου» (1941) και «Του πολέμου» (1969). Μετά την κατάρρευση του μετώπου θα επιστρέψει, όπως και όλοι οι συμπολεμιστές του, πεζός στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής μένει ξέμπαρκος και συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ ναυτικών στην αρχή κι έπειτα του ΕΑΜ λογοτεχνών. Κατά την περίοδο 1945-46 είναι επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση για την οποία τον πρότεινε ο έως τότε Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θέμος Κορνάρος, ο οποίος είχε φυλακιστεί για το βιβλίο του «Αγύρτες και Κλέφτες στην Εξουσία». Σε αυτή τη θέση, τον Νίκο Καββαδία διαδέχθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, καθώς ο Καββαδίας μπάρκαρε με το πλοίο «Κορινθία» στις 6 Οκτωβρίου 1945.
Μεταφράζει μαζί με τον Βασ. Νικολόπουλο τρία μονόπρακτα του Ευγένιου Ο? Νηλ, με ήρωες ναυτικούς και ανθρώπους του λιμανιού (Γιουτζίν Ο' Νηλ, Το ταξίδι του γυρισμού κι άλλα μονόπραχτα, εκδ. Καραβία, Αθήνα, χ.χ. ? εκδόθηκε το 1944). Αυτή την περίοδο θα δημοσιεύσει και τρία πολιτικά ποιήματα που δεν θα ενταχθούν στις μετέπειτα ποιητικές του συλλογές. Πρόκειται για τα ακόλουθα: «Αθήνα 1943» (Πρωτοπόροι, Δεκέμβριος 1943, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός), «Στον τάφο του Επονίτη» (Νέα Γενιά, τχ. 51/1945, σ. 2) και «Αντίσταση» (Ελεύθερα Γράμματα, τχ. 14/1945). Στον τόμο Το θαύμα της Αλβανίας απ? τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας του Ξένου Ξενίτα δημοσιεύεται και το αφήγημα Στο άλογό μου (Αθήνα 1945, σσ. 136-137).
1947
Κυκλοφορεί το Πούσι και σε δεύτερη έκδοση το Μαραμπού εμπλουτισμένο με τρία ακόμη ποιήματα («Καφάρ», «Coaliers», «Μαύρη λίστα»), και τα δύο από τις εκδόσεις του στενού του φίλου Α. Καραβία. Το Πούσι κοσμείται από ξυλογραφίες επτά χαρακτών, φίλων του ποιητή ( Γ. Βακαλό, Γ. Βελισσαρίδη, Δ. Γιαννουκάκη, Γ. Μόραλη, Γ. Μόσχου, Α. Τάσου, Α. Κορογιαννάκη). Ο Αιμ. Χουρμούζιος, αν και κατά τ? άλλα θετικός, θα τον κατηγορήσει από τις σελίδες της Νέας Εστίας (τ. 483/1947, σσ. 1018-1019) για «έλλειψη ήθους» γιατί στα ποιήματά του, αν και πολλά από αυτά γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, δεν υπάρχει «μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας της φυλής του, πουθενά... Ή μάλλον δυο στίχοι υπομνηστικοί των εκτελέσεων στην Καισαριανή και της τραγωδίας του Διστόμου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκαρθία Λόρκα...». Με την εξαίρεση του «Federico Garc?a Lorca», ο Καββαδίας δεν είχε συμπεριλάβει τα προαναφερθέντα πολιτικά ποιήματα της εποχής στη συλλογή, τα οποία φαίνεται μ? αυτόν τον τρόπο να αποκηρύσσει, όχι για το ιδεολογικό τους περιεχόμενο αλλά για την ποιητική τους αξία.
1949
Υπεύθυνος ασυρματιστής στο επιβατικό «Κυρήνεια», το οποίο αναφέρεται και στο ποίημά του «Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia».
1953
Δίπλωμα Ασυρματιστή Α΄. Ταξιδεύει με τα ατμόπλοια «Ιωνία», «Κορινθία» (Απρίλιος-Αύγουστος), με το φορτηγό «Πρωτεύς» (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος) και πάλι με το ατμόπλοιο «Κορινθία» (Δεκέμβριος).
Κυκλοφορεί το πεζό Βάρδια (εκδ. Α. Καραβία), σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της ποίησής του. «Ο καθοριστικός και καθοδηγητικός ρόλος της μνήμης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στη ζωή και το όνειρο, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα, η πολλαπλότητα των προσώπων ?περισσότερο σκίτσων παρά χαρακτήρων? η αναγνώριση του έρωτα και του θανάτου ως κυρίαρχων θεμάτων στη Βάρδια, η ιδιόμορφη κι ελεύθερη γλώσσα των ναυτικών, ο έκδηλος και ειλικρινής ανθρωπισμός του, η ασθματική καταγραφή των εντυπώσεων ή αλλιώς η παραληρηματική γραφή, είναι ζητήματα που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο επανέρχονται στα κριτικά κείμενα που υποδέχτηκαν τη Βάρδια», παρατηρεί η Μαίρη Μικέ.
1957
Στο Κόμπε της Ιαπωνίας αυτοκτονεί μέσα στην καμπίνα του ο μικρότερος αδελφός του, πρώτος πλοίαρχος σε φορτηγά πλοία, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή, βυθίζοντάς τον στη σιωπή. Θα ξαναγράψει ποίημα μόλις το 1967 (το αυτοβιογραφικό «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη»).
1961
Με τη μεσολάβηση του Χουρμούζιου, κυκλοφορούν οι συλλογές Μαραμπού και Πούσι σε κοινή έκδοση από τον «Γαλαξία» της Ελένης Βλάχου.
1964
Μετακομίζει με τη μητέρα του και την αδελφή του στην οδό Γέλωνος 4, στους Αμπελοκήπους.
1965
Τον Μάιο πεθαίνει η μητέρα του. Ο ποιητής και η αδελφή του μετακομίζουν στην οδό Δεινοκράτους 5 (Κολωνάκι), στην ίδια πολυκατοικία που έμενε η αγαπημένη ανιψιά του Έλγκα. Στον γιο της Φίλιππο, που θα γεννηθεί την επόμενη χρονιά, θα αφιερώσει «Τα παραμύθια του Φίλιππου» της συλλογής Τραβέρσο.
1968
Επισκέπτεται με την αδελφή του την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί γράφει και το πεζό Λι (Χριστούγεννα). Θα ξαναεπισκεφτεί το νησί ακόμα δύο φορές, το 1970 και το 1972.
1969
Στις 3 Ιανουαρίου γράφει το μικρό πεζό Του πολέμου. Κυκλοφορεί η Βάρδια στα γαλλικά (N. Kavvadias, En bourlinguant, trad. Michel Saunier, ed. Stock, Paris 1969).
1973
Τα βιβλία του Μαραμπού και Πούσι επανεκδίδονται από τον Κέδρο. Τον Νοέμβριο προσκαλείται από τον καθηγητή Κ. Μητσάκη για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ.
1974
Τον Δεκέμβριο υπογράφει την αντιμοναρχική διακήρυξη ενόψει του σχετικού δημοψηφίσματος (8 Δεκεμβρίου). Η υγεία του έχει κλονιστεί και προαισθάνεται το τέλος του.
1975
Την Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου πεθαίνει στην αθηναϊκή κλινική «Άγιοι Απόστολοι» από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν θα προλάβει να δει τυπωμένη την ποιητική συλλογή Τραβέρσο που ετοίμαζε. Θα κυκλοφορήσει δύο μήνες μετά τον θάνατό του, με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη (εκδ. Κέδρος). Στο σημειωματάριό του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», κάτι που τελικά δεν έγινε...
«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε».
«Έζησα, φίλος του κι εγώ», θα γράψει ο Κόρφης για το Τραβέρσο, «την ιστορία των τελευταίων αυτών ποιημάτων του και ξέρω με τι ένταση γραφήκανε. Αυτός που χρόνια είχε κόψει το σπίρτο και τον καπνό και μπορούσε να περάσει χρόνο ολόκληρο χωρίς να συνθέσει ένα ποίημα, που κι όταν έγραφε τυραννικά τον βασάνιζε η αμφιβολία, μέσα σε λίγα χρόνια συμπλήρωσε τη συλλογή του και την έδωσε στον εκδότη. Ποιήματα καυτά, άμεσα, πάνω στ? αχνάρια βέβαια του Πούσι, αλλά τόσο διαφορετικά. Ο στίχος κερδίζει σε σκληρότητα, σε δύναμη. Τα περιγραφικά, τα διακοσμητικά στοιχεία λιγοστεύουν».
Την ίδια χρονιά το περιοδικό Αντί αφιερώνει σελίδες στο έργο του (τχ. 18, 3/5/1975, σσ. 49-51). Στην κυριακάτικη Αυγή της 26ης Οκτωβρίου 1975 δημοσιεύεται το αφήγημα Του Πολέμου.
Κυκλοφορεί δίσκος της Μαρίζας Κωχ με τίτλο το όνομά της, με οχτώ μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία. Με αφορμή τη σειρά της ΕΡΤ «Πορεία 090» για τη ζωή των ναυτικών σ? ένα καράβι που πήγαινε προς Ινδίες και Κίνα, ο Θάνος Μικρούτσικος ετοιμάζει έναν κύκλο τραγουδιών που θα κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά με τίτλο Ο Σταυρός του Νότου (ερμηνευτές: Γιάννης Κούτρας, Αιμιλία Σαρρή, Βασίλης Παπακωνσταντίνου) και θα σημειώσει τεράστια επιτυχία. Το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας απονέμει για πρώτη φορά τα βραβεία «Ν. Καββαδία» στη μνήμη του.
1978
Αφιέρωμα στον ποιητή από το περιοδικό Τομές, τχ. 32. Κυκλοφορεί το βιβλίο του Τάσου Κόρφη Νίκος Καββαδίας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του (εκδ. Κέδρος).
Κυκλοφορεί σε επιμέλεια Άντειας Φραντζή το βιβλίο Επτά κείμενα για τον Ν. Καββαδία (εκδ. Πολύτυπο), με κείμενα των Αλέξανδρου Αργυρίου, Γιώργου Ιωάννου, Στρατή Τσίρκα και Ντίνου Χριστιανόπουλου, στην πλειοψηφία τους δημοσιευμένα προηγουμένως στο περιοδικό Αντί. Αφιέρωμα στην Καινούρια Εποχή, τχ. 23-24-25 (Άνοιξη - Καλοκαίρι - Φθινόπωρο 1982). Ο Σταύρος Τορνές σκηνοθετεί ταινία για τον ποιητή που προβάλλεται από την εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο».
1983
Αφιέρωμα στο έργο του ποιητή από το περιοδικό Η Λέξη τχ. 27 (Σεπτέμβριος 1983).
Κυκλοφορεί η Βιβλιογραφία (1928-1982) Καββαδία από τον Κυριάκο Ντελόπουλο (εκδ. Ε.Λ.Ι.Α.).
1986
Κυκλοφορεί ο δίσκος S/S «IONION» 1934 των Ηλία Αριώτη και Νότη Χασάπη (υπογράφουν ως «Οι Ξέμπαρκοι») με έντεκα μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία.
1987
Κυκλοφορούν σε ένα βιβλίο τα μικρά αφηγήματα Λι και Του πολέμου/Στο άλογό μου από τις εκδόσεις «Άγρα» που αναλαμβάνουν πλέον την επανέκδοση όλου του έργου του.
1988
Κυκλοφορεί το Μαραμπού στα ολλανδικά, σε μετάφραση Hero Hokweda (εκδ. Het Griekse Eiland).
1990
Επανεκδίδεται η γαλλική μετάφραση της Βάρδιας με νέο τίτλο (Le quart) και περιλαμβάνεται στα 100 καλύτερα βιβλία της χρονιάς, σύμφωνα με τον κατάλογο που παρουσιάζει η Lib?ration. O A. de Gaudemar, παρουσιάζοντας το βιβλίο, θα χαρακτηρίσει την γραφή του Καββαδία ως «ένα μείγμα μεταξύ Κόνραντ, Μπρεχτ, Σαντράρ, Ζενέ και Ντυράς». Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν στα γαλλικά, σε έναν τόμο, τα αφηγήματα Λι ? Του πολέμου ? Στο άλογό μου, σε μετάφραση της Michelle Barbe (εκδ. Climats).
1991
Κυκλοφορεί ο δίσκος του Θάνου Μικρούτσικου Γραμμές των Οριζόντων με όλα τα τραγούδια από τον Σταυρό του Νότου σε νέες εκτελέσεις και με την προσθήκη έξι ακόμα μελοποιημένων ποιημάτων (ερμηνευτές: Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Θάνος Μικρούτσικος).
Η Michelle Barbe εκπονεί διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris IV) για το έργο του (Nikos Kavvadias, po?te de la separation).
1992
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άγρα» το βιβλίο του Γ. Τράπαλη Γλωσσάρι στο έργο του Ν. Καββαδία.
1993
Κυκλοφορεί η Βάρδια στα ολλανδικά, σε μετάφραση Hero Hokwerda (εκδ. Meulenhoff)..
1994
Βιογραφική ταινία για τον ποιητή από τον γάλλο Olivier Guitton. Η Βάρδια κυκλοφορεί στα ισπανικά, σε μετάφραση της Natividad G?lvez (Ediciones del Oriente y del Mediterr?neo).
1995
Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου. Εισαγωγή και ανθολόγηση: Δημήτρης Καλοκύρης. Αθήνα, Ερμής, 1995.
Το Λι γίνεται ταινία με τον τίτλο «Between the Devil and the Deep Blue Sea» από την Βελγίδα Marion Hansen, σε μουσική Wim Mertens. Παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών.
1997
Αφιέρωμα στο περ. Νέο Επίπεδο (τχ. 27).
Κυκλοφορεί επιλογή από το έργο του στα σερβικά, σε μετάφραση Zoran Muti?.
1998
Αφιέρωμα στο περιοδικό Νέα Εστία (τχ. 1702).
Κυκλοφορεί επιλογή ποιημάτων του στα αγγλικά, σε μετάφραση Simon Darragh (Wireless operator, London Magazine).
1999
Αφιέρωμα στις Επτά ημέρες της Καθημερινής (28/2), σε επιμέλεια Κωστή Γιούργου και στο περιοδικό Ίβυκος, τ. 3 (21).
2001
Κυκλοφορεί η Βάρδια στα γερμανικά, σε μετάφραση της Maria Petersen (εκδ. Alexander Fest Verlag).
2002
Για τη σειρά της ΕΡΤ «Εποχές και κείμενα» ετοιμάζεται ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Καββαδία, σε σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά. «Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας», τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ του Ηλία Γιαννακάκη για τη σειρά της ΕΤ 1 «Παρασκήνιο».
2003
Αφιέρωμα του περ. Διαβάζω (τχ. 437) στο έργο του.
Κυκλοφορεί η Βάρδια στα αγγλικά, σε μετάφραση Simon Darragh (First dog, Shoestring Press).
2005
Κυκλοφορεί σε επιμέλεια Guy (Michel) Saunier το βιβλίο Νίκος Καββαδίας, Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη. Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα(εκδ. Άγρα).
Κυκλοφορεί το λεύκωμα του Γιώργου Κόρδη Λένε για μένα οι ναυτικοί... Εικαστικές αναφορές στην ποίηση του Νίκου Καββαδία (εκδ. Αρμός).
2006
Κυκλοφορούν στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά αγγλικά), τα ποιήματά του, σε μετάφραση Gail Holst-Warhaft. Η Βάρδια κυκλοφορεί στην Εσθονία, σε μετάφραση Kalle Kasemaa.
2007
Επιλογή ποιημάτων του κυκλοφορεί στα ισπανικά, σε δίγλωσση έκδοση, και μετάφραση του Alfonso Lozano.
2010
Κυκλοφορεί αφιέρωμα της Λέξης (τχ. 202/2009). Συνοδεύεται από cd, στο οποίο ο Θάνος Μικρούτσικος διαβάζει
Ο ποιητής «των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», ο εραστής της θάλασσας. Βαθιά ανθρώπινος, αλλά με ένα στοιχείο -εσκεμμένα ίσως επιλεγμένο- εξωτισμού, συγκίνησε, συγκινεί και θα συνεχίσει να διαβάζεται με πάθος. Ο Νίκος Καββαδίας «μας άφησε τα «ταξίδια» του αιώνια παρακαταθήκη, «κι ο λόγος» του «μες στο μυαλό» μας «να σφυρίζει».
Kατά καιρούς τον έχουν αποκαλέσει ποιητή του ταξιδιού και της φυγής, του εξωτισμού και του κοσμοπολιτισμού, της θάλασσας και της περιπέτειας. Και πράγματι, αυτός ο «τρυφερός και απλός άνθρωπος» κατάφερε να δημιουργήσει έναν μυθικό κόσμο γεμάτο με μαχαίρια, ανεμόσκαλες, καραβοφάναρα, πληρωμένους έρωτες, παράξενες ζωγραφιές κεντημένες στο κορμί, μεθύσια, καβγάδες, αρρώστιες τροπικές και βοτάνια για τον πυρετό, σμήνη πουλιών και λιμάνια σκοτεινά, μουσώνες, τρικυμίες, πληγές θανατερές, πλοία φορτωμένα με χασίς, μπαρ του λιμανιού, καταγώγια και μπορντέλα, άγκυρες στο πέλαγο χαμένες, νεαρά κορίτσια από τη Χιλή και γυναίκες μαύρες του Μαρόκου, άστρα του Νοτιά και ένα δυσεύρετο μικρό κοχύλι, φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά και κομπολόγια από κοράλλια. Πίσω, όμως, από την κρούστα του εξωτισμού βρίσκεται μια εξαιρετικά προσεγμένη ποίηση με κρυμμένα νοήματα, λέξεις αμφίσημες και αλληγορικές, φωτοσκιάσεις εντάσεων και σιωπών, η οποία οφείλει -ως έναν βαθμό- την αξία της στην αίσθηση του «χειροποίητου» που αφήνει στον αναγνώστη: Ότι, δηλαδή, φαίνεται απλό και αυθόρμητο εμπεριέχει την περισυλλογή, τη δοκιμασία και την προσπάθεια... αλλά και ένα αξεδιάλυτο μυστήριο και μια σκοτεινή γοητεία που ναρκώνει.
Με την ποίηση του να μας συνεπαίρνει, ταξιδεύοντάς μας πάντα «σε δύσκολες βάρδιες», στα «παράξενα της Ιντια», στη «Νότιο Κίνα», «στην πλάτη της θαλάσσης»... στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια... Και με συντροφιά... τον Γουίλι, τον μαύρο θερμαστή που «Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μι' αθώα καρδιά» πόσες φορές δεν τραγουδήσαμε, χάρη στον Θάνο Μικρούτσικο και την ευτυχή «συνάντησή» του με τον ποιητικό λόγο του Καββαδία... «...Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια, για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό, έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια. Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ' τον πυρετό, πέρα στην Άπω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ, και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη...».
Απόλυτα βιωματικός, λοιπόν, στην ποίησή του, ο Νίκος Καββαδίας, «ψιθυρίζει» πάντα με την καρδιά για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με τη γλώσσα των καραβιών, αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας τη σίγουρη δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του, και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, και τον προτρέπει να ενωθεί απόλυτα με την αλήθεια του Λόγου του.
Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά Γράμματα, αλλά η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με τη μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, αλλά όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει δυστυχώς, μετά το θάνατό του.
Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας, στην περιοχή του Χαραπίν, κοντά στον ποταμό Ουσούρ και λέγονταν Νικόλσκι Ουσσουρίσκι. Πατέρας του, ο Χαρίλαος Καββαδίας από το Φισκάρδο της Κεφαλονιάς και μητέρα του η Δωροθέα Αγγελάτου, κόρη του Ρισσιάνου συμβολαιογράφου Γρηγόρη Αγγελάτου, από τη γειτονική Άσσο. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και προμηθευτής του τσαρικού στρατού.
Το 1914, η οικογένεια έρχεται στην Κεφαλονιά. Στ' Αργοστόλι ζήσανε τον αποκλεισμό των «συμμάχων» της «Αντάντ». Όπως αφηγείται η αδελφή του Τζένια (εκδόσεις Άγρα» 1994), τον μικρό Νίκο εντυπωσίαζαν οι ξένοι στρατιώτες, Άγγλοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι, και τα «σύνεργά» τους, υδροπλάνα, καράβια, οπλιταγωγά, ατμάκατοι, υποβρύχια.
Ο πατέρας του ξαναγύρισε στη Ρωσία για τις επιχειρήσεις του. Όμως, με την κοσμογονία της Οχτωβριανής Επανάστασης του '17 χάθηκαν τα ίχνη του, καταστράφηκε οικονομικά και γύρισε εδώ το 1921 τσακισμένος, άρρωστος, απροσάρμοστος στην τότε σκληρή ελληνική πραγματικότητα.
Τότε μετακομίσανε στον Πειραιά, όπου ο Νίκος τέλειωσε το Δημοτικό με συμμαθητές τους Γιάννη Τσαρούχη και παπα - Πυρουνάκη. Εκεί εκδηλώνει την κλίση του στο γράψιμο. Βγάζει το «Σχολικό Σάτυρο», σατιρίζοντας συμμαθητές και συμμαθήτριες, με τη βοήθεια του πατέρα του, που ήταν περήφανος για το γιο του. Αρχίζει να γράφει στη «Διάπλαση των Παίδων» του Ξενόπουλου, με το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής».
Αργότερα, ενώ συνεχίζει στο Γυμνάσιο, στέλνει ποιήματα στο περιοδικό της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας», που δημοσιεύονταν στη σελίδα της αλληλογραφίας, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας. Η προσφυγιά της Μικράς Ασίας και οι συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής επέδρασαν καταλυτικά στο χαρακτήρα και τη μετέπειτα πορεία του Νίκου Καββαδία.
Ο πατέρας του, αν και ποτέ δεν ξαναορθοπόδησε οικονομικά, όπως αναφέρει η κόρη του Τζένια, «μόλις είχε λίγα χρήματα, τους ανέβαζε όλους στην Αθήνα, και πήγαιναν στου «Ελευθερουδάκη», όπου γέμιζαν την αγκαλιά τους βιβλία. Τα αγόρια πήγαιναν και στο θέατρο Χρυσοστομίδη στο Πασαλιμάνι, στον Καραγκιόζη, στον κινηματογράφο». Προσπάθησε να βρει δουλειά στα βαπόρια των συγγενών, αλλά δεν τον βοήθησαν. Αργότερα άνοιξε συνεταιρικά ένα μικρό κατάστημα τροφίμων, που στο πίσω μέρος του μαζεύονταν Ρώσοι εμιγκρέδες. Με την επίβλεψή του, τα παιδιά πήγαιναν στο Γυμναστήριο, όπου ο Νίκος γνώρισε τον πρωταθλητή της πυγμαχίας Νίκο Μέξη και πήρε απ' αυτόν μαθήματα.
Στον Πειραιά, ο Νίκος και τ' αδέλφια του τελειώσανε το Γυμνάσιο. Είχε συμμαθητή τον Κώστα Αποστολίδη, γιο του Παύλου Νιρβάνα, που υπήρξε ο πρώτος «δάσκαλός» του. Στενή φιλία και εκτίμηση συνέδεσαν μαθητή και δάσκαλο. Η αφιέρωση ενός τόμου χρονογραφημάτων του Νιρβάνα προς το Νίκο λέει: «Στο μικρό μου φίλο Ν. Καββαδία από εκτίμηση στο νεαρό του τάλαντο».
Ενώ είχε δώσει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου, αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του από καρκίνο και το 1929 πεθαίνει. Τότε ο πρώτος γιος της οικογένειας έπρεπε να βρει δουλειά.
Προσλήφθηκε υπάλληλος στο ναυτικό γραφείο Ζωγράφου και πρακτόρευε τα βαπόρια των αδελφών της μάνας του. Εμεινε για λίγους μήνες «να κάνει αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία», όπως λέει χαρακτηριστικά σ' ένα ποίημά του, ανεβοκατεβαίνοντας στα βαπόρια με τα Registers, αλλά, έχοντας έντονη την επιθυμία της «φυγής», μπαρκάρισε ναύτης σε φορτηγό.
Για μερικά χρόνια, έφευγε με φορτηγά, παρά την αντίδραση της μάνας του, γυρίζοντας ταλαιπωρημένος, αδύνατος, αδέκαρος, ώσπου αποφάσισε να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή.
«Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους. Εμένα μ' άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες καπετάνοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδερφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου 'δινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. "Να γίνεις μαρκονιστής, μού 'πε. Από το να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο". Έπινα, καταλαβαίνεις».
Αυτή είναι, με δυο λόγια, η εξήγηση που έδωσε ο ίδιος -στο εξαιρετικό πεζογράφημά του «Βάρδια»- για το πώς έγινε ασυρματιστής, τι ήταν εκείνο που τον τράβηξε στη θάλασσα, στα μακρινά εκείνα ταξίδια, στην αέναη περιπέτεια. Δεν ήταν επιλογή ούτε το πάθος της αναζήτησης του αγνώστου, αλλά μια βαθύτερη ανάγκη για φυγή, η οποία τελικά ήταν εκείνη που τον είχε επιλέξει.
Αυτή η έμφυτη επιθυμία του για περιπλάνηση μαζί με έναν αθεράπευτα συναισθηματικό ρομαντισμό και μια λεπτή διαπεραστική θλίψη θα αποτυπωθούν στα πρώτα του ποιήματα με μια ασυνήθιστη ωριμότητα. Τα φορτηγά καράβια στα οποία δούλευε ήταν την εποχή εκείνη βραδυκίνητα, γεγονός που ευνοούσε την ανάπτυξη ουσιαστικών σχέσεων μέσα στο πλήρωμα. Επίσης, παρέμεναν αρκετό καιρό στα λιμάνια και υπήρχε απεριόριστος χρόνος για βόλτες και επισκέψεις στα διάφορα καπηλειά και πορνεία: Όλα αυτά αποτελούσαν για τον ονειροπόλο ασυρματιστή τις βιωματικές και -κατ' επέκταση- ποιητικές του πρώτες ύλες.
Μόλις στα 23 του χρόνια, λοιπόν, θα εκδώσει με δικά του έξοδα την πρώτη ποιητική συλλογή του «Μαραμπού» -το όνομα ενός «καταραμένου» πουλιού των τροπικών χωρών: Η επιτυχία ήρθε χωρίς καθυστέρηση και ο Νίκος Καββαδίας γίνεται αμέσως γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους. Ήδη σε αυτά τα ποιήματα διαφαίνεται ο εξομολογητικός τόνος, το μελοδραματικό στοιχείο, η μοναξιά του ατελείωτου ταξιδιού, η έντονα νοσταλγική διάθεση και μια υπόγεια μελαγχολία. Πίσω από αυτά βρίσκεται «μια αληθινή ποιητική προσωπικότητα». Πάντως, η υποβλητική σκηνογραφία με εικόνες της ναυτικής ζωής, της ανοιχτής θάλασσας και των μακρινών λιμανιών συμπληρώνεται μοναδικά από την ίδια την -παραδοσιακή κατά τα άλλα- στιχουργική του, με τον μουσικό κυματισμό και τις ευφάνταστες λύσεις που δίνει στην ομοιοκαταληξία του.
Από το 1954 μέχρι και το 1974 ταξιδεύει συνεχώς με πολύ μικρά διαλείμματα και συνεχίζει να γράφει προβάλλοντας τη δική του ποιητική εκδοχή του ατέρμονου ταξιδιού. Θα ακολουθήσει η δεύτερη συλλογή ποιημάτων του, το «Πούσι» (1947), το μοναδικό μυθιστόρημά του «Βάρδια» (1954) και το τελευταίο βιβλίο με ποιήματά του, το «Τραβέρσο», που θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 1975, δύο μήνες μετά τον θάνατό του.
Με το «Πούσι», όμως, ουσιαστικά εγκαταλείπει τον παραδοσιακό ομαλό χρόνο της αφήγησης, ενώ το προσωπικό βίωμα δίδεται, πλέον, μέσα από μια ελλειπτικότητα: «Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους. Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς».
Ο Νίκος Καββαδίας συνέχισε να ταξιδεύει μέχρι και λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του -το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι»- αποτυπώνοντας ως την ύστατη ώρα ιστορίες συναρπαστικές, συχνά σκοτεινές, κάποτε σκανδαλιστικές για την εποχή τους, οι οποίες πάντοτε -ακόμη και σήμερα- αναδίδουν το άρωμα μιας ζωής κομψής και βασανιστικής, γεμάτης με πολλούς μικρούς θανάτους, απογοητεύσεις, περιπέτειες και αληθινές φιλίες. Αλλά, φυσικά, και μια μοναδική, τραγική επίγνωση της πραγματικότητας, χωρίς υπεκφυγές, όπως τότε που έγραφε με μια πικρή ειρωνεία και μια αλάνθαστη όπως αποδείχθηκε διαίσθηση: «...Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων...».