Όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης έχει επισημάνει: Αυτή η μέθοδος γραφής εντελώς συνειδητή, με πρόθεση να δημιουργήσει είτε διακοπτόμενες, είτε συνεχόμενες αποκεντρωτικές υφολογικές διατάξεις, είναι αυτό που καθορίζουν οι θεωρητικές προβολές των γλωσσοκεντρικών ποιητών στην Αμερική. Και συμπληρώνει: Κάπου εκεί ξεκινάει η παραβατική τροπολογία, σύνταξη και γραμματική των γλωσσοκεντρικών ποιητών, που γυρεύουν να λειτουργήσει η ποίηση με τα αρχικά δομικά της στοιχεία, τη λέξη, τη φράση ή την πρόταση, την περίοδο και τη ροή της, με άλλο τρόπο, ξέχωρα απ' τα παραδοσιακά ρομαντικά θέματα... Για να συμπεράνει αλλού: Μόνο η γλωσσοκεντρική τάση δείχνει σημεία θεωρητικής θέσπισης μιας γραφής και κάποια θέληση να δημιουργήσει σχολή. Ασφαλώς προέρχεται από τον μοντερνισμό, αλλά παρουσιάζει μια λεία επιφάνεια θρυμματισμένης γραφής, που μοιάζει με τα πιο πρόσφατα κτίρια της τελευταίας φάσης της μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής, με γυάλινα εξωτερικά τοιχώματα που αντανακλούν το φως. Η βασική δομή είναι μοντερνιστική, αλλά η στιλπνότητα της επιφάνειας δείχνει μια τάση να στραφεί το κέντρο βάρους της γραφής από το σημαινόμενο στο σημαίνον.
Η εκτεταμένη διάδοση του γλωσσοκεντρισμού στις Η.Π.Α. είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ομάδων και περιοδικών, καθώς και την έκδοση ανθολογιών και θεωρητικών δοκιμίων για το κίνημα. Η πλέον δραστήρια και συγκροτημένη ομάδα υπήρξε αυτή της Νέας Υόρκης. Η σαφής ιδεολογικοποίηση των κυριότερων χαρακτηριστικών του κινήματος από τους Νεοϋορκέζους γλωσσοκεντρικούς ποιητές (Charles Bernstein, Bruce Andrews), αποσκοπούσε στη διατύπωση ενός προγραμματικού αντίλογου τόσο στην επίσημη «καθεστωτική» γλώσσα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των πολιτιστικών προτύπων που δημιουργούν και ανακυκλώνουν, όσο και στο κύριο ρεύμα της κατεστημένης λογοτεχνίας και των «ακαδημαϊκών» ποιητών, αν και αργότερα εντάχθηκαν και οι ίδιοι σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως ο Charles Bernstein που διδάσκει στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Buffalo. Όσο για το ποιητικό τους έργο, περιορίζοντας με την πάροδο του χρόνου τον πειραματικό του χαρακτήρα και χάνοντας σταδιακά το στοιχείο της έκπληξης, έχει διολισθήσει σήμερα σε ένα είδος διανοουμενίστικου νεοφορμαλισμού που διαφοροποιείται από το κύριο ρεύμα της αμερικανικής ποίησης μόνο μορφολογικά και διαφέρει από αυτό μόνο ως προς τις προθέσεις του και το πλεονέκτημα της επαρκούς θεωρητικής του κάλυψης. Δηλαδή βρίσκουμε πια σήμερα μια γενικευμένη γλωσσοκεντρική τάση, που παύει να είναι κίνημα, όπως εμφανίστηκε την προηγούμενη δεκαετία στην Αμερική, και γίνεται φαινόμενο. Ένα φαινόμενο ήσυχο, χωρίς μανιφέστα και τούμπανα, με ανοχή των διαφορών κάθε είδους, από εθνικές γλώσσες ίσαμε ιδεολογίες, αλλά με μια προσήλωση στην εσωτερικότητα της γλώσσας.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης ανέπτυξε διεξοδικά τους προβληματισμούς του και γύρω από τη φύση και την εξέλιξη του ελληνικού μοντερνισμού, προσδιορίζοντας το τέλος του στη δεκαετία του 1950 και επισημαίνοντας το παράδοξο φαινόμενο της άνισης διεθνούς προβολής του Σεφέρη και του «κύριου ρεύματος» που ακολούθησε το ποιητικό του παράδειγμα, αλλά και λίγο αργότερα του Ρίτσου και του Ελύτη, και την «άδικη» αποσιώπηση του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου και άλλων ποιητών της ριζοσπαστικής πρωτοπορίας. Διέκρινε επίσης τρεις κύριες τάσεις που απαρτίζουν το ρεύμα του ελληνικού μοντερνισμού: 1.Τον υπαρξιακό συμβολισμό, που ξεκινώντας ως συμβολισμός τη δεκαετία του 1920 εξελίχθηκε μεταπολεμικά σε κύριο ρεύμα με βασικό του εκπρόσωπο τον Γιώργο Σεφέρη, η επιρροή του οποίου υπήρξε καθοριστική και σε πολλούς μεταπολεμικούς του ποιητές. Όπως τονίζει μάλιστα, το ρεύμα αυτό έχει ριζώσει στην ελληνική ποιητική συνείδηση και, κατά ένα παράδοξο τρόπο έλκει τη δυναμική του από τον Καβάφη. Κύριο χαρακτηριστικό της τάσης αυτής είναι μια καταθλιπτική και απαισιόδοξη ατμόσφαιρα προσωπικού χαρακτήρα που πολύ συχνά υιοθετεί τον τόνο του θρήνου. 2. Την ποίηση της «ήττας», έκφραση μιας ομάδας πολιτικοποιημένων ποιητών της Αριστεράς που αντλούν την έμπνευση τους από την τραυματική και οδυνηρή εμπειρία του εμφυλίου πολέμου και τις θλιβερές συνέπειες του. 3. Τον υπερρεαλισμό που τονίζει την εκφραστική αισιοδοξία και την παιγνιώδη διάσταση της γλώσσας και δίνει έμφαση στη μεταφορική λειτουργία του λόγου και την εκτεταμένη χρήση του μαύρου χιούμορ. Επισήμανε επίσης τη μονοπώληση της μεταπολεμικής κριτικής του μοντερνισμού από τους πανεπιστημιακούς και τη στείρα και αναποτελεσματική κατεύθυνση των κριτικών τους μεθόδων, που απέφυγε και συνεχίζει ως έναν βαθμό μέχρι και σήμερα να αποφεύγει επιμελώς να θίξει σημαντικές πτυχές του έργου των ελλήνων μοντερνιστών (λογοπαίγνια, χιούμορ, ερωτισμός), εμμένοντας σε ιδεολογήματα περί «ελληνικότητας» ή επιδιδόμενη σε φιλολογική επιδειξιομανία. Οι κριτικοί που κρίνουν τις ποιητικές συλλογές γράφουν ανοησίες. Επαινούν ή κατακρίνουν έξω από το θέμα τις περισσότερες φορές. Άλλοι πολυλογούν γράφοντας βλακώδη δοκίμια πάνω σε δήθεν «προβλήματα». Άλλοι δίνουν το παράδειγμα και γράφουν «κακά» ποιήματα. Τέλος, μερικοί σιωπούν - δε γράφουν τίποτα.
Μελετώντας το χώρο της ελληνικής λογοτεχνικής πρωτοπορίας ο Νάνος Βαλαωρίτης υποστήριξε ότι αυτός είναι ένας χώρος εξαιρετικά απομονωμένος, αφού μεταπολιτευτικά έχει εκ νέου περιχαρακωθεί, λόγω της περιθωριακής θέσης και του μεταποικιακού χαρακτήρα της ελληνικής λογοτεχνίας. Σύμφωνα με τις απόψεις του η Ελλάδα, χώρα έντονα διασπασμένη πολιτικά, περιθωριακή, στο μεταίχμιο Δύσης και Ανατολής και εξαρτημένη οικονομικά και πολιτικά από προστάτριες δυνάμεις από την εποχή της ανεξαρτησίας της, ανταποκρίνεται πλήρως στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που παρουσιάζουν οι μεταποικιακές χώρες, χώρες μικρές, περιθωριοποιημένες, που έχουν χάσει τη δύναμη τους, ή την ανεξαρτησία τους, εξωθημένες σ' έναν επαρχιωτισμό και μια πολιτική και οικονομική εξάρτηση, όπου εκδηλώνονται υπερεθνικισμοί παραληρηματικοί, κι αυταρχικά καθεστώτα, χώρες που έχουν χάσει την βούληση τους ν' αλλάξουν. Με αποτέλεσμα, στις χώρες αυτές που εκδηλώνουν ένα συλλογικό σύνδρομο της μεταποικιακής κατάστασης να κυριαρχούν η παράλυση της θέλησης, ο φόβος των αλλαγών, η εφιαλτική ακινησία κάθε τομέα δημιουργίας, το υπαρξιακό αδιέξοδο και η επικράτηση μιας φθηνής δημαγωγικής ρητορείας. Σε όλα τα μεταποικιακά έθνη παρουσιάζεται μια παρόμοια ψυχολογία διάλυσης, απελπισίας, μηδενισμού, αμφισβήτησης της ταυτότητας, αβεβαιότητας, παράλυσης, αλλά και κενής ρητορείας, που καλύπτει όλα αυτά και ευνοεί καθεστώτα αυθαίρετα και καταπιεστικά, δικτατορίες, κινήματα στρατιωτικά και οικονομική ανισορροπία ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα, χάος, έλλειψη οργάνωσης και γενικό κλίμα αποθάρρυνσης.
Μία από τις πιο πρόσφατες έννοιες που απασχόλησαν τον Νάνο Βαλαωρίτη υπήρξε το «άγχος της προσδοκίας» (anxiety of anticipation), η αγωνία δηλαδή, κυρίως των μοντερνιστών, για τη μακροπρόθεσμη αναγνώριση του έργου τους και την μελλοντική του θέση στα μάτια των επερχόμενων γενεών. Ο ίδιος αναφέρει: Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι οι Ευρωπαίοι ποιητές και συγγραφείς πάσχουν μάλλον από το άγχος της προσδοκίας παρά από το άγχος της επίδρασης, όταν το γόητρο, ο χαρακτήρας και η κανονικότητα ενός έργου κατακερματίζονται τόσο εύκολα ύστερα από μερικές μόνον δεκαετίες. Το άγχος αυτό αφορά το ποιο θα είναι στο μέλλον το κλασικό αυτόνομο έργο και η νευρικότητα εμφανίζεται τόσο στους δημιουργούς όσο και στην κριτική, που αισθάνεται αδύναμη να τιθασεύσει τη ρευστότητα των καιρών και των δοξασιών και να προβλέψει το αυτοδύναμο έργο, ανεξάρτητο από χρόνο και περιβάλλον.
Κλείνοντας αυτή την επιλεκτική παρουσίαση των χαρακτηριστικότερων σημείων του θεωρητικού έργου του Νάνου Βαλαωρίτη, σταματώ στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επισήμανση του για την ανεπάρκεια της εγχώριας λογοτεχνικής κριτικής να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου της. Ο Μπρετόν και άλλοι ποιητές έγραφαν για νεότερους χωρίς να το θεωρούν αυτό απειλή για την σοβαρότητα της κριτικής τους ή για το ίδιο τους το γόητρο. Αυτή ακριβώς η έλλειψη είναι η αιτία για τόσα κακά στο χώρο της ελληνικής γραφής, ότι δεν υπήρξαν κριτικοί, έξω από τον Καραντώνη, στην αρχή τουλάχιστον, να εκπληρώσουν αυτό το ρόλο. Σήμερα ακούω και βλέπω τους νέους ποιητές να διαμαρτύρονται ότι δεν τους καλύπτουν οι κριτικοί. Είναι αλήθεια αυτό, και μάλιστα το χρέος του κριτικού είναι να καλύπτει κι αυτός όλο το χώρο. Αλλιώς δεν πρόκειται «περί κριτικού» αλλά «ερασιτέχνη». Η συμβουλή μου λοιπόν στους νέους είναι να γράφουν οι ίδιοι και να μην αφήνουν αυτό το χρέος στα χέρια των άσχετων και των προκατειλημμένων. Συμβουλή που όσο του επιτρέπεται εφαρμόζει ο υποφαινόμενος, ευχόμενος να εισακουσθεί από πολύ περισσότερους νέους, που να τολμήσουν να αμφισβητήσουν τις αυθεντίες, τα «φερέφωνα του Κατεστημένου Λόγου, του Νεκρού Γράμματος, του Χτεσινού Κηρύγματος στο στόμα ενός ιεροκήρυκα που δεν καταλαβαίνει πια τι λέει.
Πηγές : http://www.potheg.gr
Περιοδικό Πόρφυρας